ανεπαίσθητος

ανεπαίσθητος
-η, -ο
επίρρ. ο τόσο μικρός κι ασήμαντος ώστε να μην είναι αισθητός, αντιληπτός: Το βάρος που είχε δεχτεί απ' αυτόν ήταν ανεπαίσθητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνεπαίσθητος — unperceived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπαίσθητος — η, ο (Α ἀνεπαίσθητος, ον) [επαισθάνομαί] μη αισθητός, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αισθανθεί ή να παρατηρήσει νεοελλ. μτφ. ελάχιστος, ασήμαντος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπαισθητότερον — ἀνεπαίσθητος unperceived adverbial comp ἀνεπαίσθητος unperceived masc acc comp sg ἀνεπαίσθητος unperceived neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπαισθήτω — ἀνεπαίσθητος unperceived masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνεπαίσθητος unperceived masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπαισθήτως — ἀνεπαίσθητος unperceived adverbial ἀνεπαίσθητος unperceived masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπαισθήτοις — ἀνεπαίσθητος unperceived masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπαισθήτου — ἀνεπαίσθητος unperceived masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπαισθήτους — ἀνεπαίσθητος unperceived masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπαισθήτῳ — ἀνεπαίσθητος unperceived masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπαίσθητα — ἀνεπαίσθητος unperceived neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”